- λιγύκροτος
- λιγύκροτος και λιγύκορτος, -ον (Α)αυτός που κάνει δυνατό κρότο.[ΕΤΥΜΟΛ. < λιγύς «οξύς, δυνατός» + κρότος. Ο τ. λιγύκορτος από μετάθεση φθόγγων].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λιγύκροτον — λιγύκροτος loud rattling masc/fem acc sg λιγύκροτος loud rattling neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιγύκορτος — λιγύκορτος, ον (Α) βλ. λιγύκροτος … Dictionary of Greek
λιγύς — εία, ύ (Α λιγύς, λίγεια, λιγύ) αυτός που ηχεί δυνατά και καθαρά, λιγυρός, διαπεραστικός ή μελωδικός («λιγέων ἀνέμων λαιψηρὰ κέλευθα», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. καλλίφωνος, γλυκόφωνος («ἄγετε δή, ὦ Μοῡσαι,... λίγειαι», Πλάτ.) 2. (για ήχο) λυπηρός, θρηνώδης … Dictionary of Greek